- ἐλαύνεται
- ἐλαύ̱νεται , ἐλαύνωdriveaor subj mid 3rd sg (epic)ἐλαύ̱νεται , ἐλαύνωdrivepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηλοσόη — και μηλοσόα (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Ροδίους) «ὁδὸς δι ἧς πρόβατα ἐλαύνεται». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + σόη (< σεύομαι «παρακινώ»), πρβλ. ιππο σόα] … Dictionary of Greek